- ποζιτιβιστής
- ο, Νοπαδός τού ποζιτιβισμού, θετικιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. positiviste < γαλλ. positif «θετικός» + κατάλ. -iste (βλ. -ιστής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποζιτιβιστής — ο οπαδός του ποζιτιβισμού, αλλ. θετικιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)